ραφφλεσιώδη

ραφφλεσιώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που είναι παράσιτα τών ριζών και τών βλαστών άλλων φυτών και χαρακτηρίζονται από ιδιόμορφη μορφολογία, χωρίς φύλλα, βλαστούς ή ρίζες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραφφλεσσιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων παρασίτων τής τάξης ραφφλεσιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rafflesiaceae < rafflesia (βλ. ραφφλεσία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”